ἐπαναρρήξας

ἐπαναρρήξας
ἐπαναρρήξᾱς , ἐπαναρρήγνυμι
tear open again
aor part act masc nom/voc sg (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επαναρρήγνυμι — ἐπαναρρήγνυμι (Α) [ρήγνυμι] διαρρηγνύω εκ νέου, σχίζω και ανοίγω («τὸ τραῡμα ἐπαναρρήξας ἀπέθανεν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”